- ορθοφωνητικός
- -ή, -ό [ορθοφωνία]1. ο σχετικός με την ορθοφωνία2. το θηλ. ως ουσ. η ορθοφωνητικήη ορθοφωνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθοφωνητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ορθοφωνία. 2. ως ουσ., ορθοφωνητική, η μέθοδος διόρθωσης της άρθρωσης, της λαλιάς, αλλ. ορθοφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)